κορτικοστερόνη

κορτικοστερόνη
η
(βιοχ.) ορμόνη τής ομάδας τών γλυκοκορτικοστεροειδών η οποία εκκρίνεται από τον φλοιό τών επινεφριδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. corticosterone < cortico- (< λατ. cortex, -icis «φλοιός») + -ster- (< sterol, κατ' αποκοπή από το cholesterol, πρβλ. χοληστερόλη) + κατάλ. -one].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κορτιζόνη — Στεροειδής ορμόνη που συντίθεται από τη χοληστερόλη στον φλοιό των επινεφριδίων, με την επίδραση της κορτικοτρόπου ορμόνης. Ανήκει στα κορτικοστεροειδή, μαζί με την κορτιζόλη (ή υδροκορτιζόνη) και την κορτικοστερόνη. Η κ. απομονώθηκε για πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοκορτικοειδή — Στεροειδείς ορμόνες με κύριους εκπροσώπους την κορτιζόλη και την κορτικοστερόνη. Η βιοσύνθεσή τους γίνεται στον φλοιό των επινεφριδίων με πρώτη ύλη τη χοληστερόλη, μέσω μιας διαδικασίας που είναι γνωστή ως στεροειδογένεση. Οι ορμόνες αυτές… …   Dictionary of Greek

  • στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”